ψόφον

ψόφον
ψόφος
noise
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • PYRAMUS — I. PYRAMUS Graece πυραμοῦς, placentae genus, victoribus olim dari solitum, Artemidorus, l. 1. c. 74. Non tamen omnibus, sed tantum iis, qui in potatoria palaestrâ reliquos in somniâ vicissent. Aristophanis Scholia Equitibus, ὁ διαγρυπνήσας μέχρι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καρκαίρω — (Α) 1. (για τη γη) σείομαι, δονούμαι από τα πατήματα ανδρών και αλόγων 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκάρκαιρεν ἐπλήθυεν» και «ἐκάρκαιρον ψόφον τινὰ ἀπετέλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. με επιτ. αναδιπλασιασμό. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. car karti «υμνώ», που… …   Dictionary of Greek

  • κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… …   Dictionary of Greek

  • λακίς — λακίς, ίδος, ἡ (AM) σχισμένο πράγμα, ξεσκλίδι, ξέσκισμα, ράκος («ποίας ποθ ἁνὴρ λακίδας αἰτεῑται πέπλων», Αριστοφ.) αρχ. (για πλοίο) το άνοιγμα που γίνεται από έμβολο εχθρικού πλοίου («αἱ μὲν ἐκ τῶν ἐμβόλων ἀναρρητόμεναι λακίδες ἐξαίσιον… …   Dictionary of Greek

  • ραχάς — άδος, ή, και ῥάχας, ου, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χωρίον σύδενδρον καὶ μετέωρον διὰ τὸ ψόφον ἀποτελεῑν καταπνεόμενον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥαχάς, ἡ < ῥάχις + κατάλ. θηλ. άς, άδος (πρβλ. δειρ άς, σπιλ άς), ενώ ο τ. ῥάχας με άλλη κατάλ. κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • ραχία — (I) και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α 1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ. β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῡ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”